τσουρμάρω

τσουρμάρω
Ν [τσούρμα / τσούρμο]
1. (για πλοίαρχο) καταρτίζω το πλήρωμα τού πλοίου μου
2. (αμτβ.) (για ναύτη) ναυτολογούμαι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • τσουρμάρω — τσούρμαρα και τσουρμάρισα, τσουρμαρίστηκα, τσουρμαρισμένος 1. μτβ., καταρτίζω τσούρμο (βλ. λ.), συγκεντρώνω ναύτες για πλήρωμα του πλοίου, ναυτολογώ. 2. αμτβ., ναυτολογούμαι, παίρνω μέρος σε τσούρμο, κατατάσσομαι ως ναύτης εμπορικού πλοίου:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσουρμάρισμα — το, Ν [τσουρμάρω] η ναυτολόγηση τού πληρώματος πλοίου …   Dictionary of Greek

  • τσούρμο — το, Ν 1. πλήρωμα πολεμικού ή εμπορικού πλοίου 2. πλήθος («έκαναν ένα τσούρμο παιδιά») 3. φρ. «κάνω τσούρμο» τσουρμάρω 4. (ως επίρρ.) πολλοί μαζί, ομαδικά («μας ήρθαν τσούρμο χωρίς να ειδοποιήσουν). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τσούρμα, κατά τα ουδ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”